- πιρωμις
- πίρωμιςὁ (егип.) Her. = καλὸς κἀγαθός
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πίρωμις — pi romi nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίρωμις — ώμιος, ὁ, Α ο ωραίος στο σώμα και στην ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μάλλον αιγυπτιακής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
πιρώμιος — πίρωμις pi romi gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίρωμιν — πίρωμις pi romi acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)